Κρατύλῳ

Κρατύλῳ
Κράτυλος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κρατύλωι — Κρατύλῳ , Κράτυλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετυμολογώ — (ΑΜ ἐτυμολογῶ, έω) [ετυμολόγος] αναλύω μια λέξη και βρίσκω την ετυμολογία της («Πλάτων δ ἐν κρατύλῳ ἐτυμολογῶν τὸν οἶνον οἰόνουν αὐτόν φησιν εἶναι», Αθήν.) συνάγω, συμπεραίνω κάτι από την ετυμολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”